- κύπτω
- (AM κύπτω)κλίνω το κεφάλι ή και το σώμα προς τα εμπρός και κάτω, γέρνω, σκύβω, καμπουριάζω (α. «έκυπτε, πνίγουσα τους λυγμούς της επί τού λίκνου», Παπαδ.β. «κάτω ἀεὶ βλέποντες καὶ κεκυφότες εἰς γῆν καὶ εἰς τραπέζας», Πλατ.)νεοελλ.φρ. α) «δεν κύπτω τον αυχένα» — δεν υποκύπτω, δεν υποτάσσομαιβ) «έκυψε υπό το βάρος τών ετών» — γέρασεαρχ.1. σκύβω το κεφάλι από ντροπή, από θλίψη ή από σκέψεις2. κάμπτομαι από το φορτίο3. (για ζώα) έχω οριζόντια στάση, σε αντιδιαστολή με την όρθια στάση τού ανθρώπου («διὰ τὸ μὴ ὀρθὰ εἶναι τὰ ζῷα, ἀλλὰ κύπτειν», Αριστοτ.)4. (κατά τον Ησύχ.) «ἔκυψενἀπήγξατο».[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κύπ-τω < θ. κυφ- (πρβλ. παρακμ. κέ-κυφ-α, κυφ-ός), με τροπή τού διαρκούς -φ- σε κλειστό -π-, < *ku-bh-, μηδενισμένη βαθμίδα τού IE *keu-bh-, παρεκτεταμένης (με χειλικό -bh-) μορφής τής ΙΕ ρίζας *keu- «κάμπτω, σκύβω, υποκλίνομαι». Η λ. συνδέεται πιθ. με αρχ. ινδ. kakubh- «καμπούρα, αιχμή», λιθουαν. kupra, αρχ. άνω γερμ. hovar «καμπούρα, κορυφή». Ο τ. κυφός αντιστοιχεί ακριβώς με αρχ. ινδ. kubhra- «κυρτωμένος ταύρος», kubja- «κυρτός, καμπουριασμένος», ενώ η απευθείας σύνδεση τής λ. κῦφος (τὸ) με αβεστ. kaōfa- «βουνό, καμπούρα» δεν φαίνεται πειστική, επειδή η λ. κῦφος είναι μετονοματικό παράγωγο τής λ. κυφός.ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) ανακύπτω, προκύπτω, υποκύπτωαρχ.αντικύπτω, αποκύπτω, διακύπτω, διανακύπτω, διεκκύπτω, εγκύπτω, εισκύπτω, εκκύπτω, επανακύπτω, επικύπτω, κατακύπτω, κατεπικύπτω, ορκύπτω, παρακύπτω, παρανακύπτω, προσανακύπτω, προσκύπτω, συγκύπτω, συμπαρακύπτω, συνανακύπτω, συνδιεκκύπτω, υπερκύπτωνεοελλ.προανακύπτω.
Dictionary of Greek. 2013.